παριδεῖν

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de παροράω.

Greek Monotonic

παρῐδεῖν: απαρ. του παρεῖδον.

Russian (Dvoretsky)

παριδεῖν: inf. aor. 2 к παροράω.