παρτενέρ

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

ο, η
1. αυτός που χορεύει μαζί με άλλον ή άλλη ως χορευτικό ζευγάρι
2. συμπαίκτης σε τυχερό ή άλλο παιχνίδι για δύο άτομα
3. συμπρωταγωνιστής σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο
4. (οικον.) συμβαλλόμενος, εταίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. partenaire < αγγλ. partner].