παρωνύμως
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
Greek (Liddell-Scott)
παρωνύμως: Ἐπίρρ., παρὰ τὸ ὄνομα, ἐναντίον τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος, ὁ δὲ κάκιστος ἐκεῖνος παρωνύμως Κάλλιστος Στέφ. Διάκ. σ. 1125, ἔκδ. Mi, ἴδε παρώνυμος.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. βλ. παρώνυμος.
Russian (Dvoretsky)
παρωνύμως: в порядке словопроизводства, применяя производное слово (π. ἀπό τινος λέγεσθαι Arst.).