πατριαρχικός
German (Pape)
[Seite 535] ή, όν, stammväterlich, patriarchalisch, Sp., bes. K. S.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πατριαρχικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πατριάρχης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατριάρχη (α. «πατριαρχικός θρόνος» β. «πατριαρχικόν σιγίλλιον» γ. «πατριαρχική ράβδος»)
2. αυτός που ανήκει στην κατά πάτριες οργάνωση της κοινωνίας, στην πατριαρχία («πατριαρχική οργάνωση»)
3. φρ. «πατριαρχική οικογένεια»
α) η οικογένεια που στηρίζεται στη διαδοχή μέσω τών αρρένων κυρίως και έχει ως αρχηγό το μεγαλύτερο άρρεν μέλος
β) οικογένεια παλαιά, αρχοντική, ευγενής, αυστηρών αρχών.
επίρρ...
πατριαρχικά / πατριαρχικῶς ΝΜΑ
1. με τον τρόπο του πατριάρχη, σαν πατριάρχης
2. με πατριαρχική οργάνωση, κατά πατριές.