πατροφιστί

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source

Greek Monolingual

Α
αναγραφή γυναίκας με το όνομα του πατέρα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. προέρχεται από τη λ. πατήρ πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιρρ. πατρόφι (πρβλ. επι-πατρόφιον «πατρώνυμο»)].