Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πατώνω

From LSJ

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394

Greek Monolingual

πάτος
1. κατασκευάζω πάτωμα οικοδομής
2. κατασκευάζω τον πυθμένα κιβωτίου, βαρελιού ή άλλου σκεύους
3. στοιβάζω πιέζοντας κάτι σε σακί, αγγείο, κιβώτιο, πατικώνω κάτι για να χωρέσει
4. αγγίζω με τα πέλματα τον πυθμένα θάλασσας, λίμνης, δεξαμενής κατά την κολύμβηση.