παχυστομία

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παχυστομία Medium diacritics: παχυστομία Low diacritics: παχυστομία Capitals: ΠΑΧΥΣΤΟΜΙΑ
Transliteration A: pachystomía Transliteration B: pachystomia Transliteration C: pachystomia Beta Code: paxustomi/a

English (LSJ)

to speak coarsely, to speak roughly; v. παχύστομος.

German (Pape)

[Seite 540] ἡ, Dickmänlichkeit, breite, grobe Aussprache, Strab.

Greek Monolingual

ἡ, Α παχύστομος
(ιδίως για τους βαρβάρους) η προφορά τών λέξεων με παχιά τραχύτηταοὐκέτι ὲφαίνετο κατὰ παχυστομίαν καὶ αφυΐαν τινὰ τῶν φωνητηρίων ὀργάνων τοῦτο συμβαίνον», Στράβ.).