παύση

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

και πάψη και πάψιμο / παῦσις, ἡ, ΝΑ παύω
η κατάπαυση, η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα (α. «παύση εργασίας» β. «ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνος καὶ παῦσιν παύσεται», ΠΔ)
νεοελλ.
1. η απόλυση από την υπηρεσία («τιμωρήθηκε με οριστική παύση»)
2. συνεκδ. το σχετικό έγγραφο («του κοινοποιήθηκε η παύση»)
3. στον πληθ. οι παύσεις
(ενν. τών μαθημάτων) οι θερινές διακοπές τών σχολείων
4. μουσ. χρονική διάρκεια χωρίς ήχο σε ένα μουσικό μέλος
5. μουσ. παύση ή σημείο παύσεως
το μουσικό σημείο που γράφεται στο πεντάγραμμο και παριστάνει τη διάρκεια της παύσης («παύση ογδόου»).