γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)
-ον, Α(δωρ. τ.) αυτός που διαμένει σε άλλο τόπο από εκείνον από τον οποίο κατάγεται, ο μέτοικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά + οἶκος (< Fοῖκος), πρβλ. επίFοικος].