πεζοφανής
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
πεζοφανές, (φαίνομαι) like prose, Procl.in Alc.p.292 C. (Comp.).
German (Pape)
[Seite 543] ές, wie Prosa aussehend, der Prosa ähnlich, sp. Gramm.
Russian (Dvoretsky)
πεζοφᾰνής: рит. похожий на прозу.
Greek (Liddell-Scott)
πεζοφᾰνής: -ές, (φαίνομαι) ὅμοιος πρὸς πεζὸν λόγον Ρήτορες (Walz) 5. 472.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ιδίως για λόγο) ο όμοιος με τον πεζό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -φανής (< θ. φαν- του φαίνω / φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-φάν-ην), πρβλ. μεγαλοφανής].