πεζούλα

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

η
το πεζούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. ραχούλα)].