πεζούλα

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek Monolingual

η
το πεζούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. ραχούλα)].