πειστικότητα
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα του πειστικού, η ικανότητα να πείθει κανείς τους άλλους («μίλησε με πειστικότητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειστικός. Η λ., στον λόγιο τ. πειστικότης, μαρτυρείται από το 1862 στον Γερ. Μαυρογιάννη].