πελέκι

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

Greek Monolingual

το
ο πέλεκυς, το τσεκούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πελέκ-ιον, υποκορ. του πέλεκυς, ενώ κατ' άλλους υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. πελεκώ].