πεντάστεγος

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek (Liddell-Scott)

πεντάστεγος: -ον, ὁ ἔχων πέντε στέγας ἢ ὀροφάς, ―τὸ πεντάστεγον, οἰκοδόμημα ἐν Ἀντιοχείᾳ, Θεοφάν. Χρον. σ. 147Β ἔκδ. Reg.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που έχει πέντε στέγες ή πέντε οροφές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντάστεγον
οικοδόμημα στην Αντιόχεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. τετράστεγος].