πεπύσθην
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
French (Bailly abrégé)
3ᵉ duel pqp. épq. de πυνθάνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεπύσθην indic. plqperf. med. 3 dual. van πυνθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
πεπύσθην: эп. 3 л. dual. ppf. к πυνθάνομαι.