περίαλλα
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
German (Pape)
[Seite 568] adv., s. περίαλλος.
Russian (Dvoretsky)
περίαλλα: adv.
1 преимущественно, особенно: π. δ᾽ ὁ Διόνυσος HH (боги развеселились), особенно же Дионис; τί ποτε π. κακῶν μέρος ἐξέλαχον; Arph. почему эти бедствия выпали именно мне на долю?;
2 чрезвычайно, ужасно (δύρομαι ὡς π. Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
περίαλλα: Ἐπίρρ., ἴδε περίαλλος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. περίαλλος (II).