περίφροντις

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

-ιδος, ο, η, Ν
αυτός που έχει πολλές φροντίδες, ο γεμάτος έγνοιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φροντίς, -ίδος].