Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
η1. μέρος κατάλληλο για διάβαση, πορθμείο2. πλωτό μέσο με το οποίο περνά κανείς από τη μια όχθη ποταμού ή λίμνης στην άλλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < περάτης + κατάλ. -αριά (πρβλ. κλειδαριά)].