περικατάληπτος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
περικατάληπτον,
A overtaken and surrounded, Philippid.24, D.S.2.50, etc.; by death, Phld.Mort.39.
2 detected, LXX 2 Ma.14.41, D.S.4.76, Theodor. ap. Stob.4.20.71.
German (Pape)
[Seite 579] dabei, darüber ergriffen; Sp., wie Plut.; Schol. Il. 18, 486.
Russian (Dvoretsky)
περικατάληπτος: окруженный, т. е. задержанный или схваченный Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περικατάληπτος: -ον, καταληφθεὶς καὶ κυκλωθείς, Φιλιππίδης ἐν «Φιλευριπίδῃ» 3, Θεόδωρ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 34, Διόδ. 2. 50 κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α περικαταλαμβάνω
1. αυτός που κυκλώθηκε και καταλήφθηκε από κάποιον
2. αυτός που ανακαλύφθηκε.