περισκόπιο
From LSJ
Greek Monolingual
το Ν
(ναυτ.-στρ.) οπτικό όργανο που αποτελείται από σύστημα κατόπτρων και φακών και χρησιμοποιείται στα χερσαία και υποβρύχια οπλικά συστήματα, στην υποβρύχια πλοήγηση και γενικά σε κάθε περίπτωση που ένας παρατηρητής επιτηρεί το περιβάλλον του, ενώ αυτός παραμένει υπό κάλυψη είτε κάτω από φράγματα είτε σε κατάδυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periscope < περισκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].