περισπεῖν
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
v. περιέπω.
French (Bailly abrégé)
v. περιέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περισπεῖν inf. aor. act. van περιέπω.
Russian (Dvoretsky)
περισπεῖν: inf. aor. 2 к περιέπω.
Greek (Liddell-Scott)
περισπεῖν: ἴδε περιέπω.
Greek Monolingual
Α
απρμφ. αορ. β' του περιέπω.
Greek Monotonic
περισπεῖν: απαρ. αορ. βʹ του περιέπω.