οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
[Seite 592] ές, Sp., = περισσολόγος.
και αττ. τ. περιττοεπής, -ές, Απεριττολόγος, αυτός που λέγει περιττά λόγια, πολυλογάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + -επής (< ἔπος), πρβλ. καλλιεπής].