περιφθινύθω
From LSJ
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
English (LSJ)
[ῠ], go to ruin, Orph.L.521.
German (Pape)
[Seite 599] ringsherum, umher vergehen, umkommen, Orph. lith. 515.
French (Bailly abrégé)
se gâter, se corrompre.
Étymologie: περί, φθινύθω.
Greek (Liddell-Scott)
περιφθῐνύθω: [ῠ], παντελῶς καταστρέφομαι, ἐξολοθρεύομαι, Ὀρφ. Λιθ. 515.
Greek Monolingual
Α
καταστρέφομαι τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φθινύθω, ποιητ. τ, του φθίω «καταστρέφω»].