περιχείριον
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
τό, Dim. of περίχειρον.
Greek Monolingual
τὸ, Α περίχειρον
κυκλικό πλεχτό βραχιόλι με το οποίο γινόταν η περιποίηση του τριχώματος του αλόγου.