Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πετονιά

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

και πετουνιά, η, Ν
αλιευτικό όργανο από λεπτό και ανθεκτικό νήμα, συνήθως συνθετικό, που φέρει αγκίστρι στο άκρο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά την πιθανότερη άποψη, προέρχεται από το ρ. πετώ. Κατ' άλλους, όμως, η λ. προέρχεται από τον τ. απο-τονιά < από + τόνος «νήμα» ή από ένα αμάρτυρο επίθ. απότονος].