Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πετονιά

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

και πετουνιά, η, Ν
αλιευτικό όργανο από λεπτό και ανθεκτικό νήμα, συνήθως συνθετικό, που φέρει αγκίστρι στο άκρο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά την πιθανότερη άποψη, προέρχεται από το ρ. πετώ. Κατ' άλλους, όμως, η λ. προέρχεται από τον τ. απο-τονιά < από + τόνος «νήμα» ή από ένα αμάρτυρο επίθ. απότονος].