πετονιά
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
Greek Monolingual
και πετουνιά, η, Ν
αλιευτικό όργανο από λεπτό και ανθεκτικό νήμα, συνήθως συνθετικό, που φέρει αγκίστρι στο άκρο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά την πιθανότερη άποψη, προέρχεται από το ρ. πετώ. Κατ' άλλους, όμως, η λ. προέρχεται από τον τ. απο-τονιά < από + τόνος «νήμα» ή από ένα αμάρτυρο επίθ. απότονος].