πετονιά
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
και πετουνιά, η, Ν
αλιευτικό όργανο από λεπτό και ανθεκτικό νήμα, συνήθως συνθετικό, που φέρει αγκίστρι στο άκρο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά την πιθανότερη άποψη, προέρχεται από το ρ. πετώ. Κατ' άλλους, όμως, η λ. προέρχεται από τον τ. απο-τονιά < από + τόνος «νήμα» ή από ένα αμάρτυρο επίθ. απότονος].