πετροσπουργίτης
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
Greek Monolingual
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους Petronia petronia, ανοιχτόχρωμος, κοντόχοντρος σπουργίτης με κοντή ουρά και ραβδωτό στέμμα.