πετροχημεία

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

η, Ν
κλάδος της βιομηχανικής χημείας που περιλαμβάνει το σύνολο τών μεθόδων παραγωγής χημικών προϊόντων από το πετρέλαιο ως πρώτη ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. petrochimie < πέτρα + χημεία.