πευκών
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, pine-forest, Hdn.Gr.1.29,al.
Greek (Liddell-Scott)
πευκών: -ῶνος, ὁ, δάσος ἐκ πευκῶν, Σχόλ. Ἰλ. Σ. 576, Ἀρκάδ. σ. 12.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
βλ. πευκώνας.