πηλικότης

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλικότης Medium diacritics: πηλικότης Low diacritics: πηλικότης Capitals: ΠΗΛΙΚΟΤΗΣ
Transliteration A: pēlikótēs Transliteration B: pēlikotēs Transliteration C: pilikotis Beta Code: phliko/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, magnitude, size, A.D.Pron.26.13, Gal.1.333, Sch.Ar.Pl.377: opp. ποσότης (quantity), Nicom.Ar.1.7.

German (Pape)

[Seite 610] ητος, ἡ, Größe, Alter, übh. Quantität; Nicom. ar. 1, 2; Quinctil. 7, 4, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πηλῐκότης: ἡ, μέγεθος, ἀντίθετ. τῷ ποσότης. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 377, κτλ.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α πηλίκος
1. μέγεθος
2. ηλικία
3. ο λόγος μιας αναλογίας.