πιγούνι

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source

Greek Monolingual

το / πηγούνιν, ΝΜ, και πηγούνι Ν
το μέρος της κάτω σιαγόνας που προεξέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πουγούνιν < πωγώνιον, υποκορ. του πώγων με παρετυμολογική επίδραση του ἐπί (πρβλ. πιρούνι < περόνιον). Η γρφ. της λ. με -η- δεν θεωρείται σωστή].