περόνιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of περόνη,
A small peg or pin, Ph.Bel.62.14, Hero Aut.28.1, Spir. 1.42.
II shackle or ring into which a bolt fits, Ph.Bel.76.4.
German (Pape)
[Seite 602] τό, dim. von περόνη (?).
Greek (Liddell-Scott)
περόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ περόνη, Ἀρχ. Μαθ. 228.
Greek Monolingual
τὸ, Α περόνη
1. μικρή βελόνα ή καρφί
2. ο σύρτης θύρας μαζί με τον δακτύλιο.