πικρίλα

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η πικράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + κατάλ. -ίλα (πρβλ. ξινίλα)].