πικρίλα

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η πικράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + κατάλ. -ίλα (πρβλ. ξινίλα)].