πικραλίδα

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source

Greek Monolingual

η / πικραλίς, -ίδος, ΝΜΑ
το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πικρίς, κατά το καυκαλίς / -ίδα].