πινακίσκιον
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
τό, Dim. of πινακίσκος, Antiph. 55.8.
German (Pape)
[Seite 616] τό, dim. zum Folgdn, Antiphan. bei Ath. XV, 667 a u. Poll. 10, 84.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνᾰκίσκιον: τό, δεύτερον ὑποκορ. τοῦ πίναξ, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 8.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ πινακίσκος
μικρός πινακίσκος.