πιστοποίησις

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

German (Pape)

[Seite 620] ἡ, Bestätigung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πιστοποίησις: ἡ, βεβαίωσις, λίαν μεταγεν.