πιστοποιός
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
German (Pape)
[Seite 620] glaubhaft machend, bestätigend, überzeugend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πιστοποιός: -όν, ὁ πιστοποιῶν, βεβαιῶν Κύριλλ. Ἀλ. σελ. 776.
Greek Monolingual
-ό / πιστοποιός, -όν, ΝΑ
αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι ως αληθινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις + -ποιός].