οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
και πισόκωλα Ν
επίρρ.
1. με τα νώτα
2. από πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσω + κώλος + επιρρμ. κατάλ. -α].