πλάγια
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek Monolingual
το, Ν
(γεωμορφ.) επίπεδη συλλεκτήρια λεκάνη που καλύπτεται συνήθως από αλατούχα εδάφη και οφείλει τη σχεδόν τέλεια ισοπέδωσή της σε διαδοχικές πλημμύρες, αλλ. αλμυρό έλος ή αλατούχο πεδίο ή άνυδρη λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. playa < ισπ. playa «παραλία» < μεσ. λατ. plagia πιθ. < πλάγια, πληθ. του ουδ. του επίθ. πλάγιος.