πλάν
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
Dor. for πλήν. πλανάτας, Dor. for πλανήτης.
Russian (Dvoretsky)
πλάν: (ᾱ) дор. = πλήν I и II.
Greek (Liddell-Scott)
πλάν: Δωρ. ἀντὶ πλήν, ― πλανάτας, Δωρ. ἀντὶ πλανήτης.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. πλήν.
Greek Monotonic
πλάν: Δωρ. αντί πλήν· πλανάτας, Δωρ. αντί πλανήτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλᾱ́ν Dor. voor πλήν.