πλίνθευσις
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
-εως, ἡ, making of bricks, prob. in IG42(1).102.172 (Epid., iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 636] ἡ, das Streichen, Brennen der Ziegel, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πλίνθευσις: ἡ, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, πλινθουργία, Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. 234, 11.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α πλινθεύω
η κατασκευή πλίνθων, πλινθοποιία, πλινθουργία.