πλίνθωμα

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

το, Ν
(μεταλργ.) ποσότητα μετάλλου ή κράματος η οποία λαμβάνεται κατά τη χύτευση σε καλούπια και έχει τη μορφή πλίνθου, μεταλλική μάζα που είναι έτοιμη για περαιτέρω μεταλλουργική κατεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].