πλαγιοβάδισμα

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(για άλογο) η πλαγιοβάδιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + βάδισμα.