πλαγιοβάδισμα

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

το, Ν
(για άλογο) η πλαγιοβάδιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + βάδισμα.