πλαγιόφαλλος

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλαγιόφαλλος: ὁ, πλάγιος φαλλός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰθύφαλλος, Εὐδοκία σ. 413.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
φαλλός με πλάγια κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φαλλός.