πλατίνα

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

και πλατίνα και πλατίνη, η, Ν
(ορυκτ.) κοινή ονομασία του λευκοχρύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπαν. platina, υποκορ. του plata «άργυρος». Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Ι. Βηλαρά].