πλεισταρχία
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
η, rule of the widest sway, rule of the many. v. πολυαρχία, πλείσταρχος.
Greek (Liddell-Scott)
πλεισταρχία: ἡ, = πολυαρχία, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1151Α.
Greek Monolingual
ἡ, Α πλείσταρχος
το να άρχουν πολλοί, η πολυαρχία.