πλευρογέννητος

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360

Greek (Liddell-Scott)

πλευρογέννητος: -ον, ὁ ἐκ πλευρᾶς γεννηθείς, τὸ πλευρογέννητον τῆς Εὔας Ἀναστ. Σιναΐτ. Ὁδηγ. σ. 306, 18.

Greek Monolingual

-ον, Μ
το ουδ. ως ουσ. φρ. «τὸ πλευρογέννητον τῆς Εὔας» — το γεγονός ότι η Εύα γεννήθηκε, προήλθε από την πλευρά του Αδάμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + γεννῶ (πρβλ. νυμφογέννητος)].